- καρπωτής
- ο, θηλ. καρπώτρια [καρπώνομαι]αυτός που καρπώνεται κάτι, αυτός που έχει την επικαρπία κάποιου πράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρπωτής — ο θηλ. καρπώτρια αυτός που καρπώνεται κάτι: Εγώ εργάζομαι, αλλά εσύ είσαι ο καρπωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)